ἀγανακτήσῃς

ἀγανακτήσῃς
ἀγανακτέω
feel a violent irritation
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ήμαρτον — (AM ἥμαρτον) νεοελλ. (ως επιφών.) 1. έσφαλα, αναγνωρίζω το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, έλεος 2. φρ. «ήμαρτον, Θεέ μου!» ή «ήμαρτον, Παναγία μου!» α) αναφώνηση ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε κάτι κακό και μετανοεί β) επιφώνηση αγανάκτησης ή… …   Dictionary of Greek

  • αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… …   Dictionary of Greek

  • εξύβριση — Σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο, ε. υπάρχει όταν κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο (με λόγο ή με έργο: π.χ. ράπισμα, χειρονομίες) ένα πρόσωπο προσβάλλει την τιμή ενός άλλου, εκτός των περιπτώσεων της δυσφήμισης. Το αδίκημα της ε. τιμωρείται με φυλάκιση ή …   Dictionary of Greek

  • κέρατο — το (Μ κέρατον) σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά 2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες 3. το φανταστικό σημάδι τών… …   Dictionary of Greek

  • κλάνω — (I) (Μ κλάνω) 1. αφήνω πορδή, πέρδομαι 2. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον νεοελλ. 1. φρ. α) «κλάσε μας...» (σε έκφραση αγανάκτησης) παράτα μας β) «τά κλασε» ή «τήν έκλασε» φοβήθηκε γ) «κώλος που κλάνει γιατρό… …   Dictionary of Greek

  • κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”